- γλυκύφωνος
- -ον (Α)βλ. γλυκόφωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκύφωνος — sweet voiced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκύφωνον — γλυκύφωνος sweet voiced masc/fem acc sg γλυκύφωνος sweet voiced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκύφωνοι — γλυκύφωνος sweet voiced masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκυφωνία — γλυκυφωνία, η (Α) [γλυκύφωνος] η γλυκύτητα τής φωνής ή τού λόγου … Dictionary of Greek
γλυκυφωνώ — γλυκυφωνῶ ( έω) (Α) [γλυκύφωνος] μιλώ γλυκά … Dictionary of Greek
γλυκόφωνος — η, ο (Α γλυκύφωνος, ον, Μ γλυκόφωνος, ον) αυτός που έχει γλυκιά φωνή … Dictionary of Greek
ηδύφθογγος — ἡδύφθογγος, ον (Α) αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφθόγγως (Μ) με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek
ηδύφωνος — ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφώνως (Μ) με γλυκιά φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό φωνος, λιγό φωνος, ομό φωνος κ.ά.] … Dictionary of Greek
μελίβρομος — μελίβρομος, ον (Α) αυτός που ηχεί ευχάριστα, που βγάζει γλυκό ήχο, γλυκύφωνος («βοὰ αὐλοῑο μελιβρόμου», Αρχίλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βρόμος «ήχος» (πρβλ. μεγαλό βρομος)] … Dictionary of Greek